- γνωσιολογία
- Ο κλάδος της φιλοσοφίας που εξετάζει και επαληθεύει τους όρους της εγκυρότητας της γνώσης, τα όρια μέσα στα οποία πραγματοποιείται, τη φύση των σχέσεων μεταξύ της σκέψης και του αντικειμένου καθώς και μεταξύ της σκέψης και της αλήθειας. Τον όρο χρησιμοποίησε για πρώτη φορά στα λατινικά (gnoseologia, sive scientia cognitionis)ο Α. Μπαουμγκάρντεν, αλλά στη Γερμανία χρησιμοποιήθηκε περισσότερο ο γνωστός όρος θεωρία της γνώσης (Erkenntnistheorie).
Αν όμως είναι εύκολος ο καθορισμός της θέσης της γ. στον χώρο της φιλοσοφίας, είναι ωστόσο αλήθεια ότι δεν υπάρχει μία και μόνη, γενικά αποδεκτή θεωρία της γνώσης. Κάθε φιλοσοφικό σύστημα, στην προσπάθειά του να επεξεργαστεί μια δική του γ. οργανικά δεμένη με το σύνολο, έρχεται σε σύγκρουση με τη γ. των άλλων φιλοσοφικών συστημάτων. Έτσι η πλατωνική γ. που στηρίζεται στην αρχή ότι οι ιδέες είναι υπαρκτές και αρχέτυπες πραγματικότητες, υποτίμησε τον γνωσιολογικό αντικειμενισμό και την αισθησιοκρατία των προσωκρατικών. Ο Αριστοτέλης από το άλλο μέρος, διαφωνώντας με το υπερβατό των πλατωνικών ιδεών, στράφηκε σε μια τοποθέτηση του προβλήματος της γνώσης, σύμφωνα με το κριτήριο εκείνο που η μεσαιωνική φιλοσοφία προσδιόρισε αργότερα ως adaequatio rei et intellectus.Στη σύγχρονη σκέψη εμφανίζεται η ιδέα ότι το αντικείμενο είναι το αποτέλεσμα μιας ενεργούς διαδικασίας της οποίας πρωταγωνιστής είναι το υποκείμενο, το οποίο με τον τρόπο αυτό θέτει το αντικείμενο. Η γ. με αυτό τον τρόπο στρέφεται όχι πια στην προσπάθεια μιας αδύνατης συνταύτισης μεταξύ της διάνοιας που γνωρίζει και του πράγματος, αλλά στην εξέταση των σταθερών και a priori διαδικασιών, με τις οποίες το υποκείμενο διατάσσει και οργανώνει γύρω του το σύμπαν. Γεννιέται έτσι μια μεταφυσική της ανθρώπινης διάνοιας σε ό,τι αφορά τη γνωστική της ικανότητα. Με ανάλογο τρόπο προσεγγίζει σε μια ουσιαστική άρνηση της ίδιας της γνωστικής δυνατότητας κάθε μορφή πραγματισμού και γενικά κάθε φιλοσοφία που επιδιώκει να ανακαλύψει την κύρια σημασία της πρακτικής δραστηριότητας σε σύγκριση με τη θεωρητική δραστηριότητα, η οποία περιορίζεται στον ρόλο της επεξεργασίας απλών σχημάτων.
Ως προς την εξέταση των μορφών και των ορίων των γνωστικών δυνατοτήτων, η γ. διαιρείται σε χωριστά τμήματα ανάλογα με τις μορφές γνώσης στις οποίες αναφέρεται: έχουμε έτσι την αισθησιολογία,θεωρία της γνώσης που προσκτάται με τις αισθήσεις, τη νοολογία,θεωρία της γνώσης που προσκτάται με τη νόηση, την επιστημολογία,θεωρία της επιστημονικής γνώσης (με τη φυσικομαθηματική έννοια) κλπ. Η γ. διακρίνεται, αντίθετα, από τη λογική στο ότι η πρώτη ερευνά στην ουσία τον χαρακτήρα του αντικειμένου της σκέψης και κρίνει την ικανότητά της να το γνωρίσει, ενώ η δεύτερη αναλύει και προσδιορίζει τους νόμους της σκέψης χωρίς να ενδιαφέρεται για την πραγματικότητα του αντικειμένου. Η διάκριση όμως αυτή δεν γίνεται σε όλα τα φιλοσοφικά συστήματα. Το καθαρά γνωσιολογικό πρόβλημα αφορά ωστόσο τη γνώση ως σχέση μεταξύ σκέψης και αντικειμενικής εξωνοητικής πραγματικότητας. Η βασική μορφή με την οποία παρουσιάζεται το πρόβλημα είναι της σύμπτωσης της σκέψης με την πραγματικότητα (adaequatio intellectus et rei): η γνώση δεν παρουσιάζεται πράγματι, ως αληθινή παρά μόνο αν συμπίπτει (ταυτίζεται) με το αντικείμενο και η αλήθεια πρέπει να είναι συνταύτιση με την πραγματικότητα. Η αρχαία ελληνική σκέψη αναζητά με διάφορους τρόπους να κατανοήσει πώς μπορεί να συμβεί μια τέτοια σύμπτωση και συνταύτιση, και στη σύγχρονη φιλοσοφία, όπως αναφέρθηκε στην αρχή, το κάθε σύστημα προτείνει τη δική του λύση.
«Ο μέγας μεταφυσικός» του Τζιόρτζιο ντε Κίρικο, έργο που αποτελεί μια σύγχρονη αντίληψη για τη γνώση στην περιοχή της τέχνης.
* * *ηόρος τής φιλοσοφίας που δηλώνει τη μελέτη τής φύσεως και τής εγκυρότητας τής γνώσεως.
Dictionary of Greek. 2013.